Τραχωνίτιδος

Τραχωνίτιδος
Τραχωνί̱τιδος , τραχών
a rugged
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τραχωνίτης — ο, θηλ. Τραχωνῑτις ίτιδος, Α 1. ο κάτοικος τής Τραχωνίτιδος Χώρας 2. φρ. «Τραχωνῑτις Χώρα» χώρα τής Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς τής ανατολικής Ιορδανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τράχων (βλ. λ. τραχών) + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”